Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐχή
εὐχήμων
Εὐχήνωρ
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὔχορτος
εὖχος
εὐχρηματέω
εὐχρηματία
εὐχρημάτιστος
εὐχρήματος
εὐχρηστέω
εὐχρήστημα
εὐχρηστία
εὔχρηστος
εὐχρηστότης
εὐχρηστόψυχος
εὐχροέω
View word page
εὐχρηματέω
to be wealthy

ShortDef

to be wealthy

Debugging

Headword:
εὐχρηματέω
Headword (normalized):
εὐχρηματέω
Headword (normalized/stripped):
ευχρηματεω
IDX:
38577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38578
Key:

Data

{'content': 'to be wealthy'}