Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχέτης
εὐχή
εὐχήμων
Εὐχήνωρ
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὔχορτος
εὖχος
εὐχρηματέω
εὐχρηματία
εὐχρημάτιστος
εὐχρήματος
εὐχρηστέω
εὐχρήστημα
View word page
εὔχλοος
fresh and green, verdant

ShortDef

fresh and green, verdant

Debugging

Headword:
εὔχλοος
Headword (normalized):
εὔχλοος
Headword (normalized/stripped):
ευχλοος
IDX:
38572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38573
Key:

Data

{'content': 'fresh and green, verdant'}