Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐχεῖον
εὔχειρ
εὐχειρία
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχέτης
εὐχή
εὐχήμων
Εὐχήνωρ
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὔχορτος
εὖχος
εὐχρηματέω
εὐχρηματία
εὐχρημάτιστος
View word page
Εὐχήνωρ
Euchenor

ShortDef

Euchenor

Debugging

Headword:
Εὐχήνωρ
Headword (normalized):
εὐχήνωρ
Headword (normalized/stripped):
ευχηνωρ
IDX:
38569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38570
Key:

Data

{'content': 'Euchenor'}