Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐχαριστικός
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχείμερος
εὐχεῖον
εὔχειρ
εὐχειρία
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχέτης
εὐχή
εὐχήμων
Εὐχήνωρ
εὔχιλος
εὐχίμαρος
εὔχλοος
εὔχομαι
εὔχορδος
εὔχορτος
View word page
εὐχετάομαι
to pray
ShortDef
to pray
Debugging
Headword:
εὐχετάομαι
Headword (normalized):
εὐχετάομαι
Headword (normalized/stripped):
ευχεταομαι
IDX:
38565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38566
Key:
Data
{'content': 'to pray'}