Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐφύλακτος
εὔφυλλος
εὐφύσητος
εὔφυτος
εὐφωνέω
εὐφωνία
εὔφωνος
εὐφώρατος
εὐχά
εὐχαίτης
εὐχάλινος
εὔχαλκος
εὐχανδής
εὐχαράκτηρος
εὐχάρακτος
εὐχάρεια
εὐχαρίζω
εὐχαρίη
εὔχαρις
εὐχάρισμα
εὐχαριστέω
View word page
εὐχάλινος
well-bridled

ShortDef

well-bridled

Debugging

Headword:
εὐχάλινος
Headword (normalized):
εὐχάλινος
Headword (normalized/stripped):
ευχαλινος
IDX:
38541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38542
Key:

Data

{'content': 'well-bridled'}