Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔφορβος
εὐφορέω
εὐφόρητος
εὐφορία
εὐφόρμιγξ
εὔφορος
εὔφορτος
εὐφράδεια
ἐυφραδέως
εὐφραδής
εὐφραίνω
Εὐφραῖος
εὐφράντης
εὐφραντικός
εὐφραντός
Εὐφράνωρ
εὐφρασία
εὔφραστος
Εὐφράτης
εὐφρόνα
ἐυφρονέων
View word page
εὐφραίνω
to cheer, delight, gladden

ShortDef

to cheer, delight, gladden

Debugging

Headword:
εὐφραίνω
Headword (normalized):
εὐφραίνω
Headword (normalized/stripped):
ευφραινω
IDX:
38505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38506
Key:

Data

{'content': 'to cheer, delight, gladden'}