Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐφόρβιον
Εὔφορβος
εὔφορβος
εὐφορέω
εὐφόρητος
εὐφορία
εὐφόρμιγξ
εὔφορος
εὔφορτος
εὐφράδεια
ἐυφραδέως
εὐφραδής
εὐφραίνω
Εὐφραῖος
εὐφράντης
εὐφραντικός
εὐφραντός
Εὐφράνωρ
εὐφρασία
εὔφραστος
Εὐφράτης
View word page
ἐυφραδέως
thoughtfully, wisely

ShortDef

thoughtfully, wisely

Debugging

Headword:
ἐυφραδέως
Headword (normalized):
ἐυφραδέως
Headword (normalized/stripped):
ευφραδεως
IDX:
38503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38504
Key:

Data

{'content': 'thoughtfully, wisely'}