Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔφλαστος
εὔφλεκτος
εὐφορβία
εὐφόρβιον
Εὔφορβος
εὔφορβος
εὐφορέω
εὐφόρητος
εὐφορία
εὐφόρμιγξ
εὔφορος
εὔφορτος
εὐφράδεια
ἐυφραδέως
εὐφραδής
εὐφραίνω
Εὐφραῖος
εὐφράντης
εὐφραντικός
εὐφραντός
Εὐφράνωρ
View word page
εὔφορος
well
ShortDef
well
Debugging
Headword:
εὔφορος
Headword (normalized):
εὔφορος
Headword (normalized/stripped):
ευφορος
IDX:
38500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38501
Key:
Data
{'content': 'well'}