Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
View word page
ἁγεμονεύω
lead the way
ShortDef
lead the way
Debugging
Headword:
ἁγεμονεύω
Headword (normalized):
ἁγεμονεύω
Headword (normalized/stripped):
αγεμονευω
IDX:
384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-385
Key:
Data
{'content': 'lead the way'}