Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Εὔφημος
εὔφημος
Εὐφήτης
εὔφθαρτος
εὔφθογγος
εὐφιλής
Εὐφίλητος
εὐφίλητος
εὐφιλόπαις
εὐφιλοτίμητος
εὔφιμος
εὔφλαστος
εὔφλεκτος
εὐφορβία
εὐφόρβιον
Εὔφορβος
εὔφορβος
εὐφορέω
εὐφόρητος
εὐφορία
εὐφόρμιγξ
View word page
εὔφιμος
well-bitted, well-bridled

ShortDef

well-bitted, well-bridled

Debugging

Headword:
εὔφιμος
Headword (normalized):
εὔφιμος
Headword (normalized/stripped):
ευφιμος
IDX:
38489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38490
Key:

Data

{'content': 'well-bitted, well-bridled'}