Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλλαγμα
ἀλλαθεάς
ἀλλακτέον
ἀλλακτικός
ἀλλακτός
ἀλλάλους
ἀλλαλοφονία
ἀλλαλοφόνοι
ἀλλαντοειδής
ἀλλαντοποιός
ἀλλαντοπωλέω
ἀλλαντοπώλης
ἀλλάξιμα
ἄλλαξις
ἀλλᾶς
ἀλλάσσω
ἀλλαττόλογος
ἀλλαχῆ
ἀλλαχόθεν
ἀλλαχόθι
ἀλλαχόσε
View word page
ἀλλαντοπωλέω
to deal in sausages

ShortDef

to deal in sausages

Debugging

Headword:
ἀλλαντοπωλέω
Headword (normalized):
ἀλλαντοπωλέω
Headword (normalized/stripped):
αλλαντοπωλεω
IDX:
3847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3848
Key:

Data

{'content': 'to deal in sausages'}