Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐφαντασίωτος
εὐφάνταστος
εὐφαρέτρης
εὐφάρμακος
εὐφέγγεια
εὐφεγγής
εὐφημέω
εὐφημητέον
εὐφημητικός
εὐφημία
εὐφημίζομαι
εὐφημισμός
Εὔφημος
εὔφημος
Εὐφήτης
εὔφθαρτος
εὔφθογγος
εὐφιλής
Εὐφίλητος
εὐφίλητος
εὐφιλόπαις
View word page
εὐφημίζομαι
use words of good omen

ShortDef

use words of good omen

Debugging

Headword:
εὐφημίζομαι
Headword (normalized):
εὐφημίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευφημιζομαι
IDX:
38477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38478
Key:

Data

{'content': 'use words of good omen'}