Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐυπόκριτος
εὐυπόληπτος
εὐύποπτα
εὐυποχώρητος
εὐυφής
εὐφαής
εὐφαμία
εὐφαντασίωτος
εὐφάνταστος
εὐφαρέτρης
εὐφάρμακος
εὐφέγγεια
εὐφεγγής
εὐφημέω
εὐφημητέον
εὐφημητικός
εὐφημία
εὐφημίζομαι
εὐφημισμός
Εὔφημος
εὔφημος
View word page
εὐφάρμακος
abounding in drugs

ShortDef

abounding in drugs

Debugging

Headword:
εὐφάρμακος
Headword (normalized):
εὐφάρμακος
Headword (normalized/stripped):
ευφαρμακος
IDX:
38470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38471
Key:

Data

{'content': 'abounding in drugs'}