Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔυγρος
εὐυδρέω
εὐυδρία
εὔυδρος
εὔυμνος
εὐυπάντητος
εὐυπέρβατος
εὐυπέρβλητος
εὔυπνος
εὐυπόδητος
εὐυπόκριτος
εὐυπόληπτος
εὐύποπτα
εὐυποχώρητος
εὐυφής
εὐφαής
εὐφαμία
εὐφαντασίωτος
εὐφάνταστος
εὐφαρέτρης
εὐφάρμακος
View word page
εὐυπόκριτος
playing one's part well

ShortDef

playing one's part well

Debugging

Headword:
εὐυπόκριτος
Headword (normalized):
εὐυπόκριτος
Headword (normalized/stripped):
ευυποκριτος
IDX:
38460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38461
Key:

Data

{'content': "playing one's part well"}