Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔτροπος
εὐτροφέω
εὐτροφία
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
ἐύτροχος
εὐτρύγητος
εὐτρύπητος
εὔτρωτος
εὐτυκάζομαι
εὐτυκής
εὔτυκος
εὔτυκτος
εὐτύπωτος
εὐτυχευδοξέω
εὐτυχέω
εὐτύχημα
εὐτυχής
εὐτύχησις
εὐτυχία
View word page
εὐτυκάζομαι
to make ready
ShortDef
to make ready
Debugging
Headword:
εὐτυκάζομαι
Headword (normalized):
εὐτυκάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευτυκαζομαι
IDX:
38437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38438
Key:
Data
{'content': 'to make ready'}