Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐτρεπισμός
εὐτρεπιστέον
εὐτρεπιστής
εὔτρεπτος
ἐυτρεφής
εὐτρεφής
εὐτρήρων
εὐτρήσιος
Εὔτρησις
εὔτρητος
ἐύτρητος
εὐτρίαινα
εὐτριβής
εὔτριπτος
εὔτριχος
εὐτριψία
εὐτροπέομαι
εὐτροπία
εὔτροπις
εὔτροπος
εὐτροφέω
View word page
ἐύτρητος
well-pierced
ShortDef
well-pierced
Debugging
Headword:
ἐύτρητος
Headword (normalized):
ἐύτρητος
Headword (normalized/stripped):
ευτρητος
IDX:
38418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38419
Key:
Data
{'content': 'well-pierced'}