Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐτρεπίζω
εὐτρεπισμός
εὐτρεπιστέον
εὐτρεπιστής
εὔτρεπτος
ἐυτρεφής
εὐτρεφής
εὐτρήρων
εὐτρήσιος
Εὔτρησις
εὔτρητος
ἐύτρητος
εὐτρίαινα
εὐτριβής
εὔτριπτος
εὔτριχος
εὐτριψία
εὐτροπέομαι
εὐτροπία
εὔτροπις
εὔτροπος
View word page
εὔτρητος
well-pierced

ShortDef

well-pierced

Debugging

Headword:
εὔτρητος
Headword (normalized):
εὔτρητος
Headword (normalized/stripped):
ευτρητος
IDX:
38417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38418
Key:

Data

{'content': 'well-pierced'}