Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐτραφής
εὐτράφητος
εὐτραφία
εὐτράχηλος
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὐτρεπισμός
εὐτρεπιστέον
εὐτρεπιστής
εὔτρεπτος
ἐυτρεφής
εὐτρεφής
εὐτρήρων
εὐτρήσιος
Εὔτρησις
εὔτρητος
ἐύτρητος
εὐτρίαινα
εὐτριβής
εὔτριπτος
εὔτριχος
View word page
ἐυτρεφής
well - nourished, fat

ShortDef

well - nourished, fat

Debugging

Headword:
ἐυτρεφής
Headword (normalized):
ἐυτρεφής
Headword (normalized/stripped):
ευτρεφης
IDX:
38412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38413
Key:

Data

{'content': 'well - nourished, fat'}