Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελία
εὐτραπελίζομαι
εὐτράπελος
εὐτραφέω
εὐτραφής
εὐτράφητος
εὐτραφία
εὐτράχηλος
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὐτρεπισμός
εὐτρεπιστέον
εὐτρεπιστής
εὔτρεπτος
ἐυτρεφής
εὐτρεφής
εὐτρήρων
εὐτρήσιος
Εὔτρησις
εὔτρητος
View word page
εὐτρεπίζω
to make ready, get ready

ShortDef

to make ready, get ready

Debugging

Headword:
εὐτρεπίζω
Headword (normalized):
εὐτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
ευτρεπιζω
IDX:
38407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38408
Key:

Data

{'content': 'to make ready, get ready'}