Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐτοξία
εὔτοξος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελία
εὐτραπελίζομαι
εὐτράπελος
εὐτραφέω
εὐτραφής
εὐτράφητος
εὐτραφία
εὐτράχηλος
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὐτρεπισμός
εὐτρεπιστέον
εὐτρεπιστής
εὔτρεπτος
ἐυτρεφής
εὐτρεφής
View word page
εὐτράφητος
epicure

ShortDef

epicure

Debugging

Headword:
εὐτράφητος
Headword (normalized):
εὐτράφητος
Headword (normalized/stripped):
ευτραφητος
IDX:
38403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38404
Key:

Data

{'content': 'epicure'}