Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐτονόω
εὐτοξία
εὔτοξος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελία
εὐτραπελίζομαι
εὐτράπελος
εὐτραφέω
εὐτραφής
εὐτράφητος
εὐτραφία
εὐτράχηλος
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὐτρεπισμός
εὐτρεπιστέον
εὐτρεπιστής
εὔτρεπτος
ἐυτρεφής
View word page
εὐτραφής
well-fed, well-grown, thriving, fat
ShortDef
well-fed, well-grown, thriving, fat
Debugging
Headword:
εὐτραφής
Headword (normalized):
εὐτραφής
Headword (normalized/stripped):
ευτραφης
IDX:
38402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38403
Key:
Data
{'content': 'well-fed, well-grown, thriving, fat'}