Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔτονος
εὐτονόω
εὐτοξία
εὔτοξος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελία
εὐτραπελίζομαι
εὐτράπελος
εὐτραφέω
εὐτραφής
εὐτράφητος
εὐτραφία
εὐτράχηλος
εὐτρεπής
εὐτρεπίζω
εὐτρεπισμός
εὐτρεπιστέον
εὐτρεπιστής
εὔτρεπτος
View word page
εὐτραφέω
to be well-nourished, thrive

ShortDef

to be well-nourished, thrive

Debugging

Headword:
εὐτραφέω
Headword (normalized):
εὐτραφέω
Headword (normalized/stripped):
ευτραφεω
IDX:
38401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38402
Key:

Data

{'content': 'to be well-nourished, thrive'}