Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔτμητος
εὔτοιχος
εὐτοκέω
εὐτοκία
εὐτόκιος
εὔτοκος
εὐτολμέω
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτομος
εὐτονέω
εὐτονία
εὔτονος
εὐτονόω
εὐτοξία
εὔτοξος
εὔτορνος
εὐτράπεζος
εὐτραπελεύομαι
εὐτραπελία
εὐτραπελίζομαι
View word page
εὐτονέω
have power
ShortDef
have power
Debugging
Headword:
εὐτονέω
Headword (normalized):
εὐτονέω
Headword (normalized/stripped):
ευτονεω
IDX:
38389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38390
Key:
Data
{'content': 'have power'}