Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐτενής
Εὐτέρπη
εὐτερπής
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὔτηκτος
εὐτιθάσευτος
εὐτιμώρητος
εὐτίνακτος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὔτοιχος
εὐτοκέω
εὐτοκία
εὐτόκιος
εὔτοκος
εὐτολμέω
εὐτολμία
εὔτολμος
εὔτομος
View word page
εὐτλήμων
much-enduring, steadfast

ShortDef

much-enduring, steadfast

Debugging

Headword:
εὐτλήμων
Headword (normalized):
εὐτλήμων
Headword (normalized/stripped):
ευτλημων
IDX:
38378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38379
Key:

Data

{'content': 'much-enduring, steadfast'}