Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔτεκνος
εὐτεκνόω
εὐτέλεια
εὐτελής
εὐτελίζω
εὐτελισμός
εὐτελιστής
εὐτενής
Εὐτέρπη
εὐτερπής
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὔτηκτος
εὐτιθάσευτος
εὐτιμώρητος
εὐτίνακτος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὔτοιχος
εὐτοκέω
View word page
εὐτέχνητος
artificially wrought

ShortDef

artificially wrought

Debugging

Headword:
εὐτέχνητος
Headword (normalized):
εὐτέχνητος
Headword (normalized/stripped):
ευτεχνητος
IDX:
38371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38372
Key:

Data

{'content': 'artificially wrought'}