Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Εὔταια
εὐτακής
εὐτακτέω
εὐτάκτημα
εὔτακτος
εὐταμίευτος
εὐταξία
εὐτάρακτος
εὔταρσος
εὖτε
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχιστος
εὐτεκνέω
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτεκνόω
εὐτέλεια
εὐτελής
εὐτελίζω
εὐτελισμός
View word page
εὐτείχεος
well-walled

ShortDef

well-walled

Debugging

Headword:
εὐτείχεος
Headword (normalized):
εὐτείχεος
Headword (normalized/stripped):
ευτειχεος
IDX:
38356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38357
Key:

Data

{'content': 'well-walled'}