Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔσωτρος
Εὔταια
εὐτακής
εὐτακτέω
εὐτάκτημα
εὔτακτος
εὐταμίευτος
εὐταξία
εὐτάρακτος
εὔταρσος
εὖτε
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχιστος
εὐτεκνέω
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτεκνόω
εὐτέλεια
εὐτελής
εὐτελίζω
View word page
εὖτε
when, at the time when

ShortDef

when, at the time when

Debugging

Headword:
εὖτε
Headword (normalized):
εὖτε
Headword (normalized/stripped):
ευτε
IDX:
38355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38356
Key:

Data

{'content': 'when, at the time when'}