Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσώματος
εὔσωμος
εὔσωτρος
Εὔταια
εὐτακής
εὐτακτέω
εὐτάκτημα
εὔτακτος
εὐταμίευτος
εὐταξία
εὐτάρακτος
εὔταρσος
εὖτε
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχιστος
εὐτεκνέω
εὐτεκνία
εὔτεκνος
εὐτεκνόω
εὐτέλεια
View word page
εὐτάρακτος
easily disturbed

ShortDef

easily disturbed

Debugging

Headword:
εὐτάρακτος
Headword (normalized):
εὐτάρακτος
Headword (normalized/stripped):
ευταρακτος
IDX:
38353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38354
Key:

Data

{'content': 'easily disturbed'}