Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐσχολέω
εὐσχολία
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐσωματία
εὐσώματος
εὔσωμος
εὔσωτρος
Εὔταια
εὐτακής
εὐτακτέω
εὐτάκτημα
εὔτακτος
εὐταμίευτος
εὐταξία
εὐτάρακτος
εὔταρσος
εὖτε
εὐτείχεος
εὐτειχής
εὐτείχιστος
View word page
εὐτακτέω
to be orderly, behave well
ShortDef
to be orderly, behave well
Debugging
Headword:
εὐτακτέω
Headword (normalized):
εὐτακτέω
Headword (normalized/stripped):
ευτακτεω
IDX:
38348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38349
Key:
Data
{'content': 'to be orderly, behave well'}