Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσχημονίζω
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχιστος
εὐσχολέω
εὐσχολία
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐσωματία
εὐσώματος
εὔσωμος
εὔσωτρος
Εὔταια
εὐτακής
εὐτακτέω
εὐτάκτημα
εὔτακτος
εὐταμίευτος
εὐταξία
εὐτάρακτος
View word page
εὐσώματος
well-grown

ShortDef

well-grown

Debugging

Headword:
εὐσώματος
Headword (normalized):
εὐσώματος
Headword (normalized/stripped):
ευσωματος
IDX:
38343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38344
Key:

Data

{'content': 'well-grown'}