Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐσχημόνημα
εὐσχημονίζω
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχιστος
εὐσχολέω
εὐσχολία
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐσωματία
εὐσώματος
εὔσωμος
εὔσωτρος
Εὔταια
εὐτακής
εὐτακτέω
εὐτάκτημα
εὔτακτος
εὐταμίευτος
εὐταξία
View word page
εὐσωματία
strength
ShortDef
strength
Debugging
Headword:
εὐσωματία
Headword (normalized):
εὐσωματία
Headword (normalized/stripped):
ευσωματια
IDX:
38342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38343
Key:
Data
{'content': 'strength'}