Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔσφυρος
εὔσχετος
εὐσχημάτιστος
εὐσχημονέω
εὐσχημόνημα
εὐσχημονίζω
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχιστος
εὐσχολέω
εὐσχολία
εὔσχολος
εὐσωματέω
εὐσωματία
εὐσώματος
εὔσωμος
εὔσωτρος
Εὔταια
εὐτακής
εὐτακτέω
View word page
εὐσχολέω
to have abundant leisure

ShortDef

to have abundant leisure

Debugging

Headword:
εὐσχολέω
Headword (normalized):
εὐσχολέω
Headword (normalized/stripped):
ευσχολεω
IDX:
38338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38339
Key:

Data

{'content': 'to have abundant leisure'}