Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσυντέλεστος
εὐσύντριπτος
εὐσύστατος
εὐσύστροφος
εὔσφαιρος
εὔσφυκτος
εὐσφυξία
εὔσφυρος
εὔσχετος
εὐσχημάτιστος
εὐσχημονέω
εὐσχημόνημα
εὐσχημονίζω
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχιστος
εὐσχολέω
εὐσχολία
εὔσχολος
εὐσωματέω
View word page
εὐσχημονέω
to behave with decorum

ShortDef

to behave with decorum

Debugging

Headword:
εὐσχημονέω
Headword (normalized):
εὐσχημονέω
Headword (normalized/stripped):
ευσχημονεω
IDX:
38331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38332
Key:

Data

{'content': 'to behave with decorum'}