Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσύντακτος
εὐσυντέλεστος
εὐσύντριπτος
εὐσύστατος
εὐσύστροφος
εὔσφαιρος
εὔσφυκτος
εὐσφυξία
εὔσφυρος
εὔσχετος
εὐσχημάτιστος
εὐσχημονέω
εὐσχημόνημα
εὐσχημονίζω
εὔσχημος
εὐσχημοσύνη
εὐσχήμων
εὔσχιστος
εὐσχολέω
εὐσχολία
εὔσχολος
View word page
εὐσχημάτιστος
well-formed

ShortDef

well-formed

Debugging

Headword:
εὐσχημάτιστος
Headword (normalized):
εὐσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ευσχηματιστος
IDX:
38330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38331
Key:

Data

{'content': 'well-formed'}