Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσυνάρμοστος
εὐσυνδεξίαστος
εὐσύνδετος
εὐσυνειδησία
εὐσυνείδητος
εὐσυνεσία
εὐσύνετος
εὐσυνήγορος
εὐσυνθεσία
εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσυνθεώρητος
εὐσύνοπτος
εὐσύντακτος
εὐσυντέλεστος
εὐσύντριπτος
εὐσύστατος
εὐσύστροφος
εὔσφαιρος
εὔσφυκτος
εὐσφυξία
View word page
εὐσύνθετος
well-compounded

ShortDef

well-compounded

Debugging

Headword:
εὐσύνθετος
Headword (normalized):
εὐσύνθετος
Headword (normalized/stripped):
ευσυνθετος
IDX:
38317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38318
Key:

Data

{'content': 'well-compounded'}