Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσύλληπτος
εὐσυλλόγιστος
εὐσυμβίβαστος
εὐσυμβίωτος
εὐσύμβολος
εὐσύμβουλος
εὐσυμμέτρως
εὐσυμπερίφορος
εὐσυμπλήρωτος
εὐσύμπτωτος
εὐσύμφυτος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνάλλακτος
εὐσυναλλαξία
εὐσυνάρμοστος
εὐσυνδεξίαστος
εὐσύνδετος
εὐσυνειδησία
εὐσυνείδητος
εὐσυνεσία
εὐσύνετος
View word page
εὐσύμφυτος
easily growing together

ShortDef

easily growing together

Debugging

Headword:
εὐσύμφυτος
Headword (normalized):
εὐσύμφυτος
Headword (normalized/stripped):
ευσυμφυτος
IDX:
38303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38304
Key:

Data

{'content': 'easily growing together'}