Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐσύγκρυπτος
εὐσυκοφάντητος
εὐσύλληπτος
εὐσυλλόγιστος
εὐσυμβίβαστος
εὐσυμβίωτος
εὐσύμβολος
εὐσύμβουλος
εὐσυμμέτρως
εὐσυμπερίφορος
εὐσυμπλήρωτος
εὐσύμπτωτος
εὐσύμφυτος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνάλλακτος
εὐσυναλλαξία
εὐσυνάρμοστος
εὐσυνδεξίαστος
εὐσύνδετος
εὐσυνειδησία
εὐσυνείδητος
View word page
εὐσυμπλήρωτος
easily filled up, attained
ShortDef
easily filled up, attained
Debugging
Headword:
εὐσυμπλήρωτος
Headword (normalized):
εὐσυμπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ευσυμπληρωτος
IDX:
38301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38302
Key:
Data
{'content': 'easily filled up, attained'}