Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
View word page
ἀγέλοιος
not laughable

ShortDef

not laughable

Debugging

Headword:
ἀγέλοιος
Headword (normalized):
ἀγέλοιος
Headword (normalized/stripped):
αγελοιος
IDX:
382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-383
Key:

Data

{'content': 'not laughable'}