Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐστροφάλιγξ
εὐστροφία
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστυλος
εὐσύγκριτος
εὐσύγκρυπτος
εὐσυκοφάντητος
εὐσύλληπτος
εὐσυλλόγιστος
εὐσυμβίβαστος
εὐσυμβίωτος
εὐσύμβολος
εὐσύμβουλος
εὐσυμμέτρως
εὐσυμπερίφορος
εὐσυμπλήρωτος
εὐσύμπτωτος
εὐσύμφυτος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνάλλακτος
View word page
εὐσυμβίβαστος
probable, consistent

ShortDef

probable, consistent

Debugging

Headword:
εὐσυμβίβαστος
Headword (normalized):
εὐσυμβίβαστος
Headword (normalized/stripped):
ευσυμβιβαστος
IDX:
38295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38296
Key:

Data

{'content': 'probable, consistent'}