Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐύστρεπτος
ἐϋστρεφής
εὐστροφάλιγξ
εὐστροφία
εὔστροφος
εὔστρωτος
εὔστυλος
εὐσύγκριτος
εὐσύγκρυπτος
εὐσυκοφάντητος
εὐσύλληπτος
εὐσυλλόγιστος
εὐσυμβίβαστος
εὐσυμβίωτος
εὐσύμβολος
εὐσύμβουλος
εὐσυμμέτρως
εὐσυμπερίφορος
εὐσυμπλήρωτος
εὐσύμπτωτος
εὐσύμφυτος
View word page
εὐσύλληπτος
easily taken
ShortDef
easily taken
Debugging
Headword:
εὐσύλληπτος
Headword (normalized):
εὐσύλληπτος
Headword (normalized/stripped):
ευσυλληπτος
IDX:
38293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38294
Key:
Data
{'content': 'easily taken'}