Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀλκίνοος
Ἀλκίππη
Ἀλκισθένης
ἀλκίφρων
Ἀλκμαίων
Ἀλκμανίδαι
Ἀλκμανικός
Ἀλκμάων
Ἀλκμήνη
ἀλκτήρ
ἀλκτήριος
ἀλκυόνειον
ἀλκυόνειος
Ἀλκυόνη
ἀλκυονίς
ἀλκυών
ἄλλᾳ
ἀλλά
ἀλλάγδην
ἀλλαγή
ἄλλαγμα
View word page
ἀλκτήριος
helping, healing
ShortDef
helping, healing
Debugging
Headword:
ἀλκτήριος
Headword (normalized):
ἀλκτήριος
Headword (normalized/stripped):
αλκτηριος
IDX:
3827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3828
Key:
Data
{'content': 'helping, healing'}