Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐυστέφανος
εὐστήρικτος
εὐστιβής
ἐὔστικτος
εὔστιπτος
εὐστιχία
εὔστολος
εὐστομαχέω
εὐστομαχία
εὐστόμαχος
εὐστομέω
εὐστομία
εὔστομος
εὐστόν
εὔστοος
εὔστοργος
εὐστόρθυγξ
εὐστοχέω
εὐστόχημα
εὐστοχία
εὔστοχος
View word page
εὐστομέω
to sing sweetly

ShortDef

to sing sweetly

Debugging

Headword:
εὐστομέω
Headword (normalized):
εὐστομέω
Headword (normalized/stripped):
ευστομεω
IDX:
38270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38271
Key:

Data

{'content': 'to sing sweetly'}