Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐστάφυλος
εὔσταχυς
εὐστεγής
εὐστείλεος
ἐϋστείρη
εὔστεκτος
εὔστερνος
εὐστέφανος
ἐυστέφανος
εὐστήρικτος
εὐστιβής
ἐὔστικτος
εὔστιπτος
εὐστιχία
εὔστολος
εὐστομαχέω
εὐστομαχία
εὐστόμαχος
εὐστομέω
εὐστομία
εὔστομος
View word page
εὐστιβής
well-trodden
ShortDef
well-trodden
Debugging
Headword:
εὐστιβής
Headword (normalized):
εὐστιβής
Headword (normalized/stripped):
ευστιβης
IDX:
38262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38263
Key:
Data
{'content': 'well-trodden'}