Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσταθέω
εὐσταθής
εὔσταθμος
εὐστάλεια
εὐσταλής
εὐστάφυλος
εὔσταχυς
εὐστεγής
εὐστείλεος
ἐϋστείρη
εὔστεκτος
εὔστερνος
εὐστέφανος
ἐυστέφανος
εὐστήρικτος
εὐστιβής
ἐὔστικτος
εὔστιπτος
εὐστιχία
εὔστολος
εὐστομαχέω
View word page
εὔστεκτος
guarded, self-controlled

ShortDef

guarded, self-controlled

Debugging

Headword:
εὔστεκτος
Headword (normalized):
εὔστεκτος
Headword (normalized/stripped):
ευστεκτος
IDX:
38257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38258
Key:

Data

{'content': 'guarded, self-controlled'}