Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
ἐύσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
εὐσκώμμων
ἐΰσμηκτος
ἐΰσμηνος
ἐϋσμῆριγξ
εὐσμίλευτος
εὔσοια
εὔσοος
εὔσους
εὐσπάθητος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπορος
ἐύσσελμος
εὐστάθεια
View word page
εὐσμίλευτος
well-chiselled

ShortDef

well-chiselled

Debugging

Headword:
εὐσμίλευτος
Headword (normalized):
εὐσμίλευτος
Headword (normalized/stripped):
ευσμιλευτος
IDX:
38236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38237
Key:

Data

{'content': 'well-chiselled'}