Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
ἐύσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
εὐσκώμμων
ἐΰσμηκτος
ἐΰσμηνος
ἐϋσμῆριγξ
εὐσμίλευτος
εὔσοια
εὔσοος
εὔσους
View word page
ἐύσκοπος
well - aiming

ShortDef

well - aiming

Debugging

Headword:
ἐύσκοπος
Headword (normalized):
ἐύσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ευσκοπος
IDX:
38229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38230
Key:

Data

{'content': 'well - aiming'}