Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
ἐύσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
εὐσκώμμων
ἐΰσμηκτος
ἐΰσμηνος
ἐϋσμῆριγξ
εὐσμίλευτος
εὔσοια
εὔσοος
View word page
εὔσκοπος
sharp-seeing, keen-sighted, watchful
ShortDef
sharp-seeing, keen-sighted, watchful
Debugging
Headword:
εὔσκοπος
Headword (normalized):
εὔσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ευσκοπος
IDX:
38228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38229
Key:
Data
{'content': 'sharp-seeing, keen-sighted, watchful'}