Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
ἐύσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
εὐσκώμμων
ἐΰσμηκτος
ἐΰσμηνος
ἐϋσμῆριγξ
εὐσμίλευτος
εὔσοια
View word page
εὐσκόπελος
rocky
ShortDef
rocky
Debugging
Headword:
εὐσκόπελος
Headword (normalized):
εὐσκόπελος
Headword (normalized/stripped):
ευσκοπελος
IDX:
38227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38228
Key:
Data
{'content': 'rocky'}