Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
ἐύσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
εὐσκώμμων
ἐΰσμηκτος
ἐΰσμηνος
View word page
εὔσκευος
well-wrought
ShortDef
well-wrought
Debugging
Headword:
εὔσκευος
Headword (normalized):
εὔσκευος
Headword (normalized/stripped):
ευσκευος
IDX:
38224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38225
Key:
Data
{'content': 'well-wrought'}