Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔσιτος
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
ἐύσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
εὐσκώμμων
ἐΰσμηκτος
View word page
εὐσκευέω
to be well equipt

ShortDef

to be well equipt

Debugging

Headword:
εὐσκευέω
Headword (normalized):
εὐσκευέω
Headword (normalized/stripped):
ευσκευεω
IDX:
38223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38224
Key:

Data

{'content': 'to be well equipt'}